ἐπαμφοτεριζούσας

ἐπαμφοτεριζούσας
ἐπαμφοτεριζούσᾱς , ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
ἐπαμφοτεριζούσᾱς , ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres part act fem gen sg (doric)
ἐπαμφοτεριζούσᾱς , ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
ἐπαμφοτεριζούσᾱς , ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμφοτερισμός ή επαμφοτερισμός — Χαρακτηριστική ιδιότητα που έχουν τα υδροξυλικά παράγωγα μερικών χημικών στοιχείων (τα οποία ονομάζονται επαμφοτερίζοντα στοιχεία) να συμπεριφέρονται είτε ως βάσεις είτε ως οξέα. Επαμφοτερίζοντα στοιχεία είναι κατά κανόνα οι ασθενείς βάσεις και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”